πομφόλυγα

πομφόλυγα
πομφόλυξ
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πομφόλυγα — η / πομφόλυξ, υγος, ΝΜΑ φυσαλλίδα αέρα, φουσκάλα νεοελλ. 1. ιατρ. στοιχειώδης βλάβη τού δέρματος, συνιστάμενη σε ευμεγέθη συλλογή υγρού, γενικά ορώδους, μέσα ή κάτω από την επιδερμίδα, η οποία προεξέχει από την επιφάνεια τού δέρματος και η οποία… …   Dictionary of Greek

  • πομφόλυγα — η 1. φυσαλίδα από αέρα, φούσκα, φουσκαλίδα, φουσκάλα δέρματος, καντήλα. 2. μτφ., λόγος κενός, υπόσχεση ψεύτικη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • PLUMBATORES — dicti sunt, qui plumbeas bullas Pontificum diplomatis appendunt, Vestr. Octavianus, Introduct. in Rom. aul. act. l. 1. c. 3. et ex co Herm. Hugo de prim. scrib. orig. c. 31. p. 192. Quid Bulla proprie, notum: hinc ad diplomata Imperatorum, ab… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • παμφάλυα — (Α) (κατά τον Σωφρ.) «τὴν πομφόλυγα» …   Dictionary of Greek

  • πομφολυγώδης — ες, ΝΑ [πομφόλυξ, υγος] όμοιος με πομφόλυγα ή γεμάτος πομφόλυγες; νεοελλ. 1. φρ. «πομφολυγώδη νοσήματα» ιατρ. νοσήματα που χαρακτηρίζονται από την ανάπτυξη πομφολύγων, όπως είναι οι πομφολυγώδεις δερματοπάθειες, οι οποίες συχνά οφείλονται σε… …   Dictionary of Greek

  • φυσαλλίδα — η / φυσαλλίς, ίδος, ΝΜΑ, και φυσαλίδα Ν, και φυσαλίς Α σφαιρίδιο αέρα ή αερίου στην επιφάνεια υγρού, πομφόλυγα, μπουρμπουλήθρα (α. «το νερό βράζει και βγάζει φυσαλίδες» β. «πομφόλυγας... τὰς φυσαλίδας λέγω αφ ὧν συναγείρεται ὁ ἀφρός», Λουκιαν.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”